- αἰόλιον
- αἰολέωimperf ind act 3rd pl (doric)αἰολέωimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰόλιον — Αἰόλιος of masc acc sg Αἰόλιος of neut nom/voc/acc sg Αἰόλιος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους δεκατρείς μνηστήρες της Ιπποδάμειας, που τον σκότωσε ο πατέρας της Οινόμαος για να εμποδίσει τον γάμο της και την επαλήθευση του χρησμού πως θα τον σκότωνε όποιος τη νυμφευόταν. * * * αἰόλιος, ον (Α) Ι [Αἰολίς]… … Dictionary of Greek